- πούτσος
- ο, και πούτσα, η, Ντο πέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σλαβ. butsa «εξόγκωμα, προεξοχή». Κατ' άλλη άποψη, όμως, η λ. προέρχεται από το αρχ. πόσθη «ανδρικό μόριο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Лингвистический шок — явление в межкультурном общении, которое по аналогии с культурным шоком можно назвать лингвистическим шоком. Определение Лингвистический шок ( en. linguistic shock, language shock) определяется как состояние удивления, смеха или смущения,… … Википедия
πουτσαράς — ο, Ν 1. αυτός που έχει μεγάλος πέος 2. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στην ερωτική επαφή 3. αυτός που έχει μεγάλη αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα 4. (γενικά) άνθρωπος ρωμαλέος, βαρβάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούτσος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. σωματ αράς)] … Dictionary of Greek